προωστήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προωστήριος | η | προωστήρια | το | προωστήριο |
| γενική | του | προωστήριου | της | προωστήριας | του | προωστήριου |
| αιτιατική | τον | προωστήριο | την | προωστήρια | το | προωστήριο |
| κλητική | προωστήριε | προωστήρια | προωστήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προωστήριοι | οι | προωστήριες | τα | προωστήρια |
| γενική | των | προωστήριων | των | προωστήριων | των | προωστήριων |
| αιτιατική | τους | προωστήριους | τις | προωστήριες | τα | προωστήρια |
| κλητική | προωστήριοι | προωστήριες | προωστήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προωστήριος < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική propulsif
Πηγές
- προωστήριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.