προφεσόρος
Νέα ελληνικά
(el)
→
λείπει η κλίση
Ετυμολογία
προφεσόρος
<
γερμανική
Professor
+
-ος
Ουσιαστικό
προφεσόρος
αρσενικό
άλλη μορφή του
προφέσορας
Μεταφράσεις
προφεσόρος
→
δείτε
τη
λέξη
προφέσορας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.