προτεταμένου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
προτεταμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του προτεταμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του προτεταμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.