προσύμβαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσύμβαση | οι | προσυμβάσεις |
| γενική | της | προσύμβασης* | των | προσυμβάσεων |
| αιτιατική | την | προσύμβαση | τις | προσυμβάσεις |
| κλητική | προσύμβαση | προσυμβάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσυμβάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προσύμβαση θηλυκό
- (νομικός όρος) προκαταρκτική σύμβαση πριν από την υπογραφή οριστικής σύμβασης
Συγγενικά
- προσυμβατικός
- → δείτε τις λέξεις προ, σύμβαση, συμβαίνω και βαίνω
Μεταφράσεις
προσύμβαση
|
|
Πηγές
- προσύμβαση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.