προσαυξήσει
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
προσαυξήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος προσαυξάνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσαυξάνω
- θα προσαυξήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσαυξάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.