προσάραξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσάραξῐς αἱ προσαράξεις
      γενική τῆς προσαράξεως τῶν προσαράξεων
      δοτική τῇ προσαράξει ταῖς προσαράξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προσάραξῐν τὰς προσαράξεις
     κλητική ! προσάραξῐ προσαράξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσαράξει
γεν-δοτ τοῖν  προσαραξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσάραξις < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: προσάραξη (με διαφορετική σημασία)

Ουσιαστικό

προσάραξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • χτύπημα πάνω σε κάτι

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.