προεπεξεργαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προεπεξεργαστής οι προεπεξεργαστές
      γενική του προεπεξεργαστή των προεπεξεργαστών
    αιτιατική τον προεπεξεργαστή τους προεπεξεργαστές
     κλητική προεπεξεργαστή προεπεξεργαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προεπεξεργαστής < προ- + επεξεργαστής

Ουσιαστικό

προεπεξεργαστής αρσενικό

  • (πληροφορική) πρόγραμμα που επεξεργάζεται δεδομένα που του δίδονται και τα αποτελέσματά του δίδονται σαν δεδομένα εισόδου σε άλλο πρόγραμμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.