προδρόμου
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
προδρόμου
αρσενικό ή θηλυκό
(
λόγιο
)
γενική
ενικού
του
πρόδρομος
εναλλακτικά για το αρσενικό
: του
πρόδρομου
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.