προασκούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προασκούμαι | προασκούμουν | θα προασκούμαι | να προασκούμαι | ||
| β' ενικ. | προασκείσαι | προασκούσουν | θα προασκείσαι | να προασκείσαι | ||
| γ' ενικ. | προασκείται | προασκούνταν | θα προασκείται | να προασκείται | ||
| α' πληθ. | προασκούμαστε | προασκούμασταν προασκούμαστε |
θα προασκούμαστε | να προασκούμαστε | ||
| β' πληθ. | προασκείστε | προασκούσασταν προασκούσαστε |
θα προασκείστε | να προασκείστε | προασκείστε | |
| γ' πληθ. | προασκούνται | προασκούνταν | θα προασκούνται | να προασκούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προασκήθηκα | θα προασκηθώ | να προασκηθώ | προασκηθεί | ||
| β' ενικ. | προασκήθηκες | θα προασκηθείς | να προασκηθείς | προασκήσου | ||
| γ' ενικ. | προασκήθηκε | θα προασκηθεί | να προασκηθεί | |||
| α' πληθ. | προασκηθήκαμε | θα προασκηθούμε | να προασκηθούμε | |||
| β' πληθ. | προασκηθήκατε | θα προασκηθείτε | να προασκηθείτε | προασκηθείτε | ||
| γ' πληθ. | προασκήθηκαν προασκηθήκαν(ε) |
θα προασκηθούν(ε) | να προασκηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προασκηθεί | είχα προασκηθεί | θα έχω προασκηθεί | να έχω προασκηθεί | προασκημένος | |
| β' ενικ. | έχεις προασκηθεί | είχες προασκηθεί | θα έχεις προασκηθεί | να έχεις προασκηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προασκηθεί | είχε προασκηθεί | θα έχει προασκηθεί | να έχει προασκηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προασκηθεί | είχαμε προασκηθεί | θα έχουμε προασκηθεί | να έχουμε προασκηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προασκηθεί | είχατε προασκηθεί | θα έχετε προασκηθεί | να έχετε προασκηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προασκηθεί | είχαν προασκηθεί | θα έχουν προασκηθεί | να έχουν προασκηθεί | ||
Μεταφράσεις
προασκούμαι
|
|
Πηγές
- προασκούμαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.