πρανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρανής η πρανής το πρανές
      γενική του πρανούς* της πρανούς του πρανούς
    αιτιατική τον πρανή την πρανή το πρανές
     κλητική πρανή(ς) πρανής πρανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρανείς οι πρανείς τα πρανή
      γενική των πρανών των πρανών των πρανών
    αιτιατική τους πρανείς τις πρανείς τα πρανή
     κλητική πρανείς πρανείς πρανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πρανής < αρχαία ελληνική πρανής

Επίθετο

πρανής, -ής, -ές

  1. (λόγιο) κατηφορικός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πρανές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.