πρακτική άσκηση

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

πρακτική άσκηση < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος

πρακτική άσκηση

  • εργασία (σε εταιρεία που συνεργάζεται με πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτήριο) κατά την διάρκεια ή λίγο μετά την ολοκλήρωση των σπουδών με σκοπό την εισαγωγή του μαθητευόμενου στην αγορά εργασίας και ενεργά στο αντικείμενο των σπουδών του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.