πουτίνγκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πουτίνγκα | οι | πουτίνγκες |
| γενική | της | πουτίνγκας | των | (πουτινγκών) |
| αιτιατική | την | πουτίνγκα | τις | πουτίνγκες |
| κλητική | πουτίνγκα | πουτίνγκες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πουτίνγκα < πουτίγκα με μεταγραφή ⟨ng ⟩ > ⟨νγκ⟩ παρ' ότι το σύμπλεγμα ⟨γκ⟩ στο μέσον λέξης ήδη προφέρεται [ŋɡ]
Προφορά
- ΔΦΑ : /puˈtiŋ.ɡa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐τίν‐γκα
Ουσιαστικό
πουτίνγκα θηλυκό
- άλλη γραφή του πουτίγκα
- ※ Έχοντας αυτά στο νου της έφτιαξε μια πουτίνγκα, έβαλε μέσα δηλητήριο και την ώρα του δείπνου το πρόσφερε στο σύζυγό της (Πέτρος Μπότσης. (1988) ''Η Θηβαΐδα του Βορρά σελίδα 292, μεταγραφή σε μονοτονικό)
Μεταφράσεις
πουτίνγκα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.