πουτίγκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πουτίγκα οι πουτίγκες
      γενική της πουτίγκας των (πουτιγκών)
    αιτιατική την πουτίγκα τις πουτίγκες
     κλητική πουτίγκα πουτίγκες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πουτίγκα με φραμπουάζ.

Ετυμολογία

πουτίγκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική pudding + κατάληξη θηλυκού

Προφορά

ΔΦΑ : /puˈtiŋ.ɡa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πουτίγκα

Ουσιαστικό

πουτίγκα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.