πουτίγγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πουτίγγα οι πουτίγγες
      γενική της πουτίγγας των (πουτιγγών)
    αιτιατική την πουτίγγα τις πουτίγγες
     κλητική πουτίγγα πουτίγγες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

πουτίγγα θηλυκό

  • άλλη γραφή του πουτίγκα
      Ητο η πουτίγγα! Μετ' απουσίαν ημίσεος μόλις λεπτού, η κυρία Κράτσιτ επανήλθεν (Τσαρλς Ντίκενς, Το Άσμα των Χριστουγέννων. Μετάφραση: Παναγιώτης Πανάς. 1890 σελίδα 97, μεταγραφή σε μονοτονικό.)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.