πουρπουρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πουρπουρίζω < άμεσο δάνειο από την αγγλική purr με αναδιπλασιασμό + -ίζω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

πουρπουρίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.