πουδράρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουδράρισμα τα πουδραρίσματα
      γενική του πουδραρίσματος των πουδραρισμάτων
    αιτιατική το πουδράρισμα τα πουδραρίσματα
     κλητική πουδράρισμα πουδραρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πουδράρισμα < πουδράρω + -ισμα

Ουσιαστικό

πουδράρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.