πουδράρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πουδράρισμα | τα | πουδραρίσματα |
| γενική | του | πουδραρίσματος | των | πουδραρισμάτων |
| αιτιατική | το | πουδράρισμα | τα | πουδραρίσματα |
| κλητική | πουδράρισμα | πουδραρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πουδράρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.