πολυλειτουργικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυλειτουργικότητα | οι | πολυλειτουργικότητες |
| γενική | της | πολυλειτουργικότητας | των | πολυλειτουργικοτήτων |
| αιτιατική | την | πολυλειτουργικότητα | τις | πολυλειτουργικότητες |
| κλητική | πολυλειτουργικότητα | πολυλειτουργικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυλειτουργικότητα < πολυλειτουργικ(ός) + -ότητα
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.li.tuɾ.ʝiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐λει‐τουρ‐γι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
πολυλειτουργικότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του πολυλειτουργικού
- ※ Η πολυλειτουργικότητα του κέντρου, η συνύπαρξη δηλαδή της κατοικίας με τη διασκέδαση, το λιανεμπόριο, τη δημόσια διοίκηση και παραγωγικές δραστηριότητες χαμηλής όχλησης, είναι κάτι που οφείλουμε να προστατεύσουμε.
- Νάσος Ηλιόπουλος, Αποψη: Μία πραγματική ανάγκη και η λάθος υλοποίηση, Η Καθημερινή, 28 Ιουνίου 2020
- ※ Η πολυλειτουργικότητα του κέντρου, η συνύπαρξη δηλαδή της κατοικίας με τη διασκέδαση, το λιανεμπόριο, τη δημόσια διοίκηση και παραγωγικές δραστηριότητες χαμηλής όχλησης, είναι κάτι που οφείλουμε να προστατεύσουμε.
Μεταφράσεις
πολυλειτουργικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.