πολιόρκηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολιόρκηση | οι | πολιορκήσεις |
| γενική | της | πολιόρκησης* | των | πολιορκήσεων |
| αιτιατική | την | πολιόρκηση | τις | πολιορκήσεις |
| κλητική | πολιόρκηση | πολιορκήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πολιορκήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πολιόρκηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.