πνιγούμε
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
πνιγούμε
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
πνίγομαι
θα πνιγούμε
:
α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
πνίγομαι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.