πνευμονογαστρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πνευμονογαστρικός | η | πνευμονογαστρική | το | πνευμονογαστρικό |
| γενική | του | πνευμονογαστρικού | της | πνευμονογαστρικής | του | πνευμονογαστρικού |
| αιτιατική | τον | πνευμονογαστρικό | την | πνευμονογαστρική | το | πνευμονογαστρικό |
| κλητική | πνευμονογαστρικέ | πνευμονογαστρική | πνευμονογαστρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πνευμονογαστρικοί | οι | πνευμονογαστρικές | τα | πνευμονογαστρικά |
| γενική | των | πνευμονογαστρικών | των | πνευμονογαστρικών | των | πνευμονογαστρικών |
| αιτιατική | τους | πνευμονογαστρικούς | τις | πνευμονογαστρικές | τα | πνευμονογαστρικά |
| κλητική | πνευμονογαστρικοί | πνευμονογαστρικές | πνευμονογαστρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πνευμονογαστρικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
πνευμονογαστρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.