πλησιάσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
πλησιάσεις
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
πλησιάζω
θα πλησιάσεις
:
β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
πλησιάζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.