πλημμελειοδικεῖον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλημμελειοδικεῖον (μαρτυρείται από το 1833) [1]  και δείτε τη λέξη πλημμελειοδικείο

Ουσιαστικό

πλημμελειοδικεῖον ουδέτερο

Αναφορές

  1. (στους Ελληνικούς Κώδικες, [1833]) - σελ. 812, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.