πλευροδυνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλευροδυνία | οι | πλευροδυνίες |
| γενική | της | πλευροδυνίας | των | πλευροδυνιών |
| αιτιατική | την | πλευροδυνία | τις | πλευροδυνίες |
| κλητική | πλευροδυνία | πλευροδυνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλευροδυνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pleurodynia < αρχαία ελληνική πλευρόν + ὀδύνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ple.vro.ðiˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλευ‐ρο‐δυ‐νί‐α
Μεταφράσεις
πλευροδυνία
|
- Το ωμέγα (πλευρωδυνία) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.