πλάνεψα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpla.ne.psa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλάνεψα

Ρηματικός τύπος

πλάνεψα

  1. α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του πλανεύω
  2. α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του πλανώ
    άλλες μορφές: πλάνεσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.