πιτσικάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιτσικάρισμα | τα | πιτσικαρίσματα |
| γενική | του | πιτσικαρίσματος | των | πιτσικαρισμάτων |
| αιτιατική | το | πιτσικάρισμα | τα | πιτσικαρίσματα |
| κλητική | πιτσικάρισμα | πιτσικαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιτσικάρισμα < πιτσικάρω + -μα < ιταλική pizzicare < pizzare < pizzo < πρωτογερμανική *spitjaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *spey- (αιχμηρός)
Μεταφράσεις
πιτσικάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.