πηροχειρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πηροχειρία οι πηροχειρίες
      γενική της πηροχειρίας των πηροχειριών
    αιτιατική την πηροχειρία τις πηροχειρίες
     κλητική πηροχειρία πηροχειρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηροχειρία < πηρ(ός) + -ο- + -χειρία

Ουσιαστικό

πηροχειρία θηλυκό

  • (σπάνιο, ιατρική, παρωχημένο) αναπηρία / δυσμορφία των χεριών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.