πηροχειρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πηροχειρία | οι | πηροχειρίες |
| γενική | της | πηροχειρίας | των | πηροχειριών |
| αιτιατική | την | πηροχειρία | τις | πηροχειρίες |
| κλητική | πηροχειρία | πηροχειρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πηροχειρία θηλυκό
- (σπάνιο, ιατρική, παρωχημένο) αναπηρία / δυσμορφία των χεριών
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πηροχειρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.