πετρελαιοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετρελαιοειδής η πετρελαιοειδής το πετρελαιοειδές
      γενική του πετρελαιοειδούς* της πετρελαιοειδούς του πετρελαιοειδούς
    αιτιατική τον πετρελαιοειδή την πετρελαιοειδή το πετρελαιοειδές
     κλητική πετρελαιοειδή(ς) πετρελαιοειδής πετρελαιοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετρελαιοειδείς οι πετρελαιοειδείς τα πετρελαιοειδή
      γενική των πετρελαιοειδών των πετρελαιοειδών των πετρελαιοειδών
    αιτιατική τους πετρελαιοειδείς τις πετρελαιοειδείς τα πετρελαιοειδή
     κλητική πετρελαιοειδείς πετρελαιοειδείς πετρελαιοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πετρελαιοειδής < πετρέλαιο + -ειδής

Επίθετο

πετρελαιοειδής, -ής, -ές

  1. που μοιάζει σαν πετρέλαιο
  2. που παράγεται από το πετρέλαιο ή κατά τη διαδικασία παραγωγής του
    Τουλάχιστον 7.200 τόνοι επικίνδυνα απόβλητα οικοτοξικού χαρακτήρα (πετρελαιοειδείς λάσπες από δεξαμενές των 2 διυλιστηρίων, Ασπροπύργου και Πετρόλα) διακινήθηκαν μέσα από κατοικημένες περιοχές της πόλης στο λιμάνι της Ελευσίνας. (*)
  3. (ουσιαστικοποιημένο) πετρελαιοειδές (ή συνηθέστερο στον πληθυντικό πετρελαιοειδή)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.