περλίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | περλίτης | οι | περλίτες |
| γενική | του | περλίτη | των | περλιτών |
| αιτιατική | τον | περλίτη | τους | περλίτες |
| κλητική | περλίτη | περλίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κόκκοι περλίτη
Ετυμολογία
- περλίτης < → λείπει η ετυμολογία
-
περλίτης στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.