περιφραδής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

περιφραδής < περιφράζομαι

Επίθετο

περιφραδής-ής, -ές γεν. -έος

  • ο ιδιαίτερα συνετός, ο πολύ προσεκτικός, που εξετάζει και μιλά για κάτι σφαιρικά, που το γνωρίζει ίσως από όλες τις πλευρές

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.