περιτετμημένου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
περιτετμημένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του περιτετμημένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του περιτετμημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.