περιοδολογήσεως
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
περιοδολογήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του περιοδολόγηση
- εναλλακτικά: περιοδολόγησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.