περιλαβαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιλαβαίνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

περιλαβαίνω

  1. αναλαμβάνω να ασχοληθώ με κάτι/κάποιον
    κάτσε να τελειώσει το μαγείρεμα και μετά θα περιλάβει το γιόκα της

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.