περιλαβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιλαβαίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
περιλαβαίνω
- αναλαμβάνω να ασχοληθώ με κάτι/κάποιον
- κάτσε να τελειώσει το μαγείρεμα και μετά θα περιλάβει το γιόκα της
Μεταφράσεις
περιλαβαίνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.