περιβλέπτως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιβλέπτως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιβλέπτως. Συγχρονικά αναλύεται σε περίβλεπτ(ος) + -ως.

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈvle.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιβλέπτως
τονικό παρώνυμο: περίβλεπτος

Επίρρημα

περιβλέπτως

Μεταφράσεις

Πηγές

  • περίβλεπτος (& περιβλέπτως) Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

περιβλέπτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περίβλεπτ(ος) + -ως

Επίρρημα

περιβλέπτως (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.