περιβαλλοντολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | περιβαλλοντολόγος | οι | περιβαλλοντολόγοι |
| γενική | του/της | περιβαλλοντολόγου | των | περιβαλλοντολόγων |
| αιτιατική | τον/την | περιβαλλοντολόγο | τους/τις | περιβαλλοντολόγους |
| κλητική | περιβαλλοντολόγε | περιβαλλοντολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιβαλλοντολόγος < (περιβάλλον) περιβαλλοντ- + -ο- + -λόγος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική environmentalist[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.va.lon.doˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐βαλ‐λο‐ντο‐λό‐γος
Ουσιαστικό
περιβαλλοντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας ειδικευμένος σε θέματα περιβάλλοντος
- ↪ Κύριες ενασχολήσεις του περιβαλλοντολόγου είναι η επεξεργασία, σύνταξη και αξιολόγηση μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η διενέργεια ελέγχων ποιότητας περιβάλλοντος, ο σχεδιασμός και η αξιολόγηση περιβαλλοντικών πολιτικών, η διαχείριση περιβαλλοντικών συστημάτων, η περιβαλλοντική εκπαίδευση, αγωγή, ενημέρωση και επικοινωνία.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
περιβαλλοντολόγος
Αναφορές
- περιβαλλοντολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.