περαματάρη

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

περαματάρη

  1. περαματάρης, στη γενική του ενικού
  2. περαματάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. περαματάρης, στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.