πεπτόνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεπτόνη | οι | πεπτόνες |
| γενική | της | πεπτόνης | των | πεπτονών |
| αιτιατική | την | πεπτόνη | τις | πεπτόνες |
| κλητική | πεπτόνη | πεπτόνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πεπτόνη θηλυκό
- (βιοχημεία) οποιοδήποτε υδατοδιαλυτό μείγμα πολυπεπτιδίων και αμινοξέων που σχηματίζεται από τη μερική υδρόλυση πρωτεΐνης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πέψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.