πεντελίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεντελίσιος | η | πεντελίσια | το | πεντελίσιο |
| γενική | του | πεντελίσιου | της | πεντελίσιας | του | πεντελίσιου |
| αιτιατική | τον | πεντελίσιο | την | πεντελίσια | το | πεντελίσιο |
| κλητική | πεντελίσιε | πεντελίσια | πεντελίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεντελίσιοι | οι | πεντελίσιες | τα | πεντελίσια |
| γενική | των | πεντελίσιων | των | πεντελίσιων | των | πεντελίσιων |
| αιτιατική | τους | πεντελίσιους | τις | πεντελίσιες | τα | πεντελίσια |
| κλητική | πεντελίσιοι | πεντελίσιες | πεντελίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Πεντέλη
Μεταφράσεις
πεντελίσιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.