πενταγράμμου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
πενταγράμμου ουδέτερο
- (λόγιο) γενική ενικού του πεντάγραμμο - σε εκφράσεις όπως:
- φωνές του πενταγράμμου : τραγουδιστές
- πεντάγραμμου
- Οι γραμμές αυτού του πεντάγραμμου είναι πολύ στενές! Δεν μπορώ να γράψω τις νότες.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.