πελελάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πελελάδα | οι | πελελάδες |
| γενική | της | πελελάδας | — | |
| αιτιατική | την | πελελάδα | τις | πελελάδες |
| κλητική | πελελάδα | πελελάδες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πελελάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πελελάδα < πελελ(ός) + -άδα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.leˈla.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λε‐λά‐δα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πελελάδα
|
→ δείτε τη λέξη τρέλα |
Αναφορές
- πελελάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ουσιαστικό
πελελάδα θηλυκό
- ανοησία, βλακεία
- ενέργεια με απερισκεψία
- τρέλα, παραφροσύνη, παραλογισμός
Κλιτικοί τύποι
- πελελάδες (πληθυντικός)
Συνώνυμα
- πελελία / πελελιά
Πηγές
- σελ.320, Τόμος 15 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.