πελεκίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.leˈci.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λε‐κί‐ζο‐μαι
- ομόηχο: πελεκίζομε
Ρήμα
πελεκίζομαι, π.αόρ.: πελεκίστηκα, μτχ.π.π.: πελεκισμένος, (ενεργ.: πελεκίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος πελεκίζω
Κλίση
→ δείτε την ενεργητική φωνή πελεκίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.