πεζοκεφαλαία
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πεζοκεφαλαία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πεζοκεφαλαία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η χρησιμοποίηση πεζών και κεφαλαίων γραμμάτων στη γραφή, όπως προβλέπεται από τη γραμματική και το συντακτικό της κάθε γλώσσας, σε αντίθεση με τη γραφή μόνο με κεφαλαία ή μόνο με πεζά
Μεταφράσεις
πεζοκεφαλαία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.