πεζογέφυρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεζογέφυρα οι πεζογέφυρες
      γενική της πεζογέφυρας των πεζογεφυρών
    αιτιατική την πεζογέφυρα τις πεζογέφυρες
     κλητική πεζογέφυρα πεζογέφυρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεζογέφυρα < πεζός + -ο- + γέφυρα

Ουσιαστικό

πεζογέφυρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.