πείτε

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λέω
  2. θα πείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λέω
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λέω (και πέστε)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.