πατιναρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πατιναρισμένος | η | πατιναρισμένη | το | πατιναρισμένο |
| γενική | του | πατιναρισμένου | της | πατιναρισμένης | του | πατιναρισμένου |
| αιτιατική | τον | πατιναρισμένο | την | πατιναρισμένη | το | πατιναρισμένο |
| κλητική | πατιναρισμένε | πατιναρισμένη | πατιναρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πατιναρισμένοι | οι | πατιναρισμένες | τα | πατιναρισμένα |
| γενική | των | πατιναρισμένων | των | πατιναρισμένων | των | πατιναρισμένων |
| αιτιατική | τους | πατιναρισμένους | τις | πατιναρισμένες | τα | πατιναρισμένα |
| κλητική | πατιναρισμένοι | πατιναρισμένες | πατιναρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
πατιναρισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πατινάρω (στη σημασία: «συντελώ στον σχηματισμό πατίνας σε επιφάνεια»)
Μεταφράσεις
πατιναρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.