πατινάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πατινάρω < πατίνι + -άρω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική patiner[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική pattinare[1])
Συγγενικά
- πατινάρισμα
- → δείτε τη λέξη πατίνι
Ετυμολογία
- πατινάρω < πατίνα + -άρω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική patiner[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική patinare[1])
Συγγενικά
- πατινάρισμα
- πατιναρισμένος
- → δείτε τη λέξη πατίνα
Μεταφράσεις
- πατινάρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.