παρωτίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρωτίς αἱ παρωτίδες
      γενική τῆς παρωτίδος τῶν παρωτίδων
      δοτική τῇ παρωτίδ ταῖς παρωτίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρωτίδ τὰς παρωτίδᾰς
     κλητική ! παρωτίς* παρωτίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρωτίδε
γεν-δοτ τοῖν  παρωτίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρωτίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρ- + ὠτίς (< οὖς, ὠτο-)

Ουσιαστικό

παρωτίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.