παρωτίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρωτίδα οι παρωτίδες
      γενική της παρωτίδας των παρωτίδων
    αιτιατική την παρωτίδα τις παρωτίδες
     κλητική παρωτίδα παρωτίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρώπινη παρωτίδα

Ετυμολογία

παρωτίδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parotide < ελληνιστική κοινή παρωτίς από την αιτιατική παρωτίδα < (παρά) παρ- + (οὖς) ωτ- + -ίς (-ίδα) κυριολεκτικά: κοντά στο αφτί[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾoˈti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρωτίδα

Ουσιαστικό

παρωτίδα θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε το πρόθημα ωτο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ωτο- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.