παρωτίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρωτίδα | οι | παρωτίδες |
| γενική | της | παρωτίδας | των | παρωτίδων |
| αιτιατική | την | παρωτίδα | τις | παρωτίδες |
| κλητική | παρωτίδα | παρωτίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ανθρώπινη παρωτίδα
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾoˈti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρω‐τί‐δα
Συγγενικά
→ και δείτε το πρόθημα ωτο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ωτο- στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- παρωτίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.