παρωθούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρωθούμενος η παρωθούμενη το παρωθούμενο
      γενική του παρωθούμενου της παρωθούμενης του παρωθούμενου
    αιτιατική τον παρωθούμενο την παρωθούμενη το παρωθούμενο
     κλητική παρωθούμενε παρωθούμενη παρωθούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρωθούμενοι οι παρωθούμενες τα παρωθούμενα
      γενική των παρωθούμενων των παρωθούμενων των παρωθούμενων
    αιτιατική τους παρωθούμενους τις παρωθούμενες τα παρωθούμενα
     κλητική παρωθούμενοι παρωθούμενες παρωθούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

παρωθούμενος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.