παρλιακά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paɾ.ʎaˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐λια‐κό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
παρλιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (παρλιακό) του παρλιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.