παρεπιδημούντων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

παρεπιδημούντων

  1. γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του παρεπιδημών
  2. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παρεπιδημών



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος μετοχής

παρεπιδημούντων

  1. γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του παρεπιδημῶν
  2. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παρεπιδημῶν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.